- Ευνομιανοί
- Οπαδοί της χριστιανικής αίρεσης του 4ου αι., που ξεκίνησε από τον Ευνόμιο (βλ. λ.), σε συνέχεια της αίρεσης του αρειανισμού (βλ. λ. Άρειος).
* * *Eὐνομιανοὶ και Εὐνόμιοι, οἱ (ΑΜ)αιρετικοί, οπαδοί τής ακραίας αρειανικής μερίδας τού Ευνομίου, που δέχονταν ότι ο Υιός τού Θεού δεν είναι ομοούσιος με τον Πατέρα. Καταδικάστηκαν από την Β' Οικουμενική Σύνοδο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευνόμιος + κατάλ. -ανός (πρβλ. Αρει-ανός)].
Dictionary of Greek. 2013.